χιονοσκεπασμένος

χιονοσκεπασμένος
-η, -ο, Ν
σκεπασμένος με χιόνι, χιονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπασμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιονοσκέπαστος — η, ο, Ν χιονοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο σκέπαστος, συννεφο σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”